εκδούλευση

εκδούλευση
η
η παροχή υπηρεσίας σε κάποιον, εξυπηρέτηση: Είμαι υποχρεωμένος για τις εκδουλεύσεις σου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκδούλευση — η 1. εξυπηρέτηση που γίνεται χαριστικά 2. ωφέλιμη ενέργεια 3. κατάχρηση μισθού …   Dictionary of Greek

  • θέλημα — το (AM θέλημα, Μ και θέλημαν) [θέλω] θέληση, επιθυμία («γενηθήτω το θέλημά σου») νεοελλ. 1. μικρή εκδούλευση, εκτέλεση παραγγελίας ή μεταφοράς φορητού πράγματος, μικρή εξυπηρέτηση («κάνε μου ένα θέλημα») 2. παροιμ. «πηγαίνει νιος στο θέλημα κι… …   Dictionary of Greek

  • αποζημιώνω — 1. πληρώνω αποζημίωση 2. ικανοποιώ τις απαιτήσεις κάποιου για βλάβη που του προξένησα 3. ανταμείβω κάποιον για εκδούλευση ή προσφορά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ζημιώνω. Η λ. αποζημιώ ( όω) μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και …   Dictionary of Greek

  • δούλεψη — η (AM δούλευσις Μ και δούλεψις) δουλεία, σκλαβιά μσν. νεοελλ. 1. δουλειά, εργασία 2. δουλική εργασία, αγγαρεία 3. αμοιβή εργασίας 4. εκδούλευση, εξυπηρέτηση νεοελλ. ερωτική σκλαβιά («στη δούλεψη τής αγάπης») μσν. 1. εκείνο που δημιουργεί κανείς… …   Dictionary of Greek

  • ευκολία — η (ΑΜ εὐκολία, Μ και εὐκολιά) [εύκολος] η ιδιότητα τού εύκολου, η ευχέρεια, η άνεση (α. «ευκολία στο γράψιμο» β. «εὐκολία πρὸς τὴν ποίησιν» ικανότητα, ευχέρεια στο να γράφει κάποιος στίχους, Πλούτ.) νεοελλ. 1. χρηματική διευκόλυνση, εκδούλευση,… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • καθυποχρεώνω — (επιτατ. τού υποχρεώνω) υποχρεώνω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, καταϋποχρεώνω κάποιον προσφέροντας μεγάλη εκδούλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο χρεώνω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυποχρεώ, μαρτυρείται από το 1829 στον Κωνσταντίνο Κυρ. Αριστεία] …   Dictionary of Greek

  • μίζα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Ιουλίου 1905. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,4 και βρίσκεται σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,12. Διεθνώς ονομάζεται Misa 569. * * …   Dictionary of Greek

  • ρουσφέτι — και ροσφέτι, το, Ν 1. δωροδοκία 2. χαριστική παροχή εκ μέρους τής κυβερνητικής ή άλλης εξουσίας, σε οπαδούς ή γνωστούς, με καταστρατήγηση συνήθως τής νομοθεσίας και τών κανονισμών, αποτέλεσμα φανερής ή κρυφής συναλλαγής 3. οποιαδήποτε χαριστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”